σκορδοφάγος

σκορδοφάγος
ο любитель чеснока

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σκορδοφάγος" в других словарях:

  • σκορδοφάγος — ο, ΝΜ, και σκοροδοφάγος Μ αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες σκόρδων, που τού αρέσουν τα σκόρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδον / σκόροδον + φάγος*] …   Dictionary of Greek

  • σκορδοφάγος — ο αυτός που τρώει υπερβολικά σκόρδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκορδοφαγία — η, ΝΑ, και σκοροδοφαγία Α το να τρώει κανείς σκόρδα νεοελλ. 1. η υπερβολική χρήση σκόρδου στο φαγητό 2. συνεκδ. διατροφή με νηστήσιμα φαγητά, με φαγητά που δεν περιέχουν ζωικές ουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδον / σκόροδον + φαγία, μέσω αμάρτυρου αρχ …   Dictionary of Greek

  • σκορδοφαγώ — και σκοροδοφαγῶ, έω, Α τρώγω σκόρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδον / σκόροδον + φαγῶ, μέσω αμάρτυρου αρχ. *σκορδοφάγος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»